κρηπῖδας

κρηπῖδας
κρηπίς
man's high boot
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ηπειρωτικοί σχηματισμοί — Ιζήματα που έχουν αποτεθεί από τον άνεμο, τους ποταμούς και τους παγετώνες ή μέσα σε λίμνες ή προέρχονται από την αλλοίωση επιφανειακών πετρωμάτων. ηπειρωτική κρηπίδα.Υποθαλάσσια ζώνη που περιβάλλει τις ηπείρους και έχει μικρό βάθος (το πολύ έως… …   Dictionary of Greek

  • CREPIDAE — pallio peculiares fuêre, sicut togae calcei. Liv. de Scipione in Sicilia otiante, l. 29. Ipsius etiam Imperatoris non Romanus modo, sed ne militaris quidem cultus iactabatur: cum pallio crepidisque inambulare in Gymnasio. Quod imitatus in Aegypto …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CREPIDO — apud Statium, l. 2. Theb. v. 504. contra importuna crepido Oedipodionidae domus alitis. Saxum eminens, Lutatio est. Sed et firmitatem saxi vox denotat. Idem, l. 1. Silv. 1. Equô Max. v. 58. teneat quamvis aeterna crepido. Quae superiniecti… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SOLEA — I. SOLEA Graece Σωλέας, apud Codinum de Officiis c. 17. At Partriarcha, apud Soleam Stans, recitat orationem, pars Aedis sacrae est, Bemati et Amboni proxima, qualis vero, non adeo liquet. Meursio fuit thronus seu solium, e quo fidelibus olim S.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πεδιάδα — Όρος της γεωγραφίας που υποδηλώνει –στο μορφολογικό περιβάλλον των ξηρών που έχουν αναδυθεί– όλες εκείνες τις περιοχές η επιφάνεια των οποίων δεν παρουσιάζει καθορισμένο υψόμετρο ή δεν έχουν μεγάλη υψομετρική διαφορά από την επιφάνεια της… …   Dictionary of Greek

  • τύλωση — η / τύλωσις, υλώσεως, ΝΜΑ η ενέργεια τού τυλώνω, η σκλήρυνση τής κεράτινης στιβάδας τής επιδερμίδας, ανάπτυξη τύλων νεοελλ. 1. ιατρ. προχωρημένη μορφή βλεφαραδενίτιδας 2. στον πληθ. οι τυλώσεις βοτ. κυστοειδή σώματα που δημιουργούνται στο… …   Dictionary of Greek

  • υπέρκλυσις — ύσεως, ἡ, Α [ὑπερκλύζω] 1. πλημμύρα, κατακλυσμός 2. το άκρο κρήνης ή κρηπίδας πάνω από την οποία τρέχει το νερό …   Dictionary of Greek

  • Μεξικού, Κόλπος — (Gulf of Mexico). Κόλπος του κεντρικού τμήματος της αμερικανικής ηπείρου στον Ατλαντικό ωκεανό (περ. 1.810.000 τ. χλμ.). Περικλείεται από τις νότιες ακτές των ΗΠΑ, τις δυτικές του Μεξικού και από τη νήσο Κούβα. Οι χερσόνησοι της Φλόριντα στις ΗΠΑ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”